- ποδοκόπι
- το / ποδοκόπιον, ΝΜνεοελλ.ο κρότος ρυθμικού βηματισμού, το ποδοβολητόμσν.φιλοδώρημα για κάποια μικρή εξυπηρέτηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -κόπι*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδοκόπι — το 1. φιλοδώρημα ή αμοιβή για υπηρεσία που χρειάστηκε πεζοπορία ή τρέξιμο: Και για το ποδοκόπι σας, σαν φέξει, θα σας κάνω καλό τραπέζι (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. ποδοβολητό, βηματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek